πυελικός

πυελικός
η , όν анат. тазовый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πυελικός" в других словарях:

  • πυελικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πύελο, δηλ. στη λεκάνη ή στη νεφρική πύελο (α. «πυελική ζώνη» β. «πυελικό απόστημα» γ. «πυελικό συρίγγιο») 2. φρ. «πυελικός δείκτης» ανθρωπολ. το μέτρο τού στομίου τής πυέλου το οποίο είναι ευρύτερο… …   Dictionary of Greek

  • πυελικός, -ή — ό που αναφέρεται στην πύελο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»